προτρέψει

προτρέψει
προτρέπω
urge forwards
aor subj act 3rd sg (epic)
προτρέπω
urge forwards
fut ind mid 2nd sg
προτρέπω
urge forwards
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προτρέψει' — προτρέψειε , προτρέπω urge forwards aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θώραξ — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ηγεμόνας της Λάρισας (6ος 5ος αι. π.Χ.). Ήταν φίλος του Πινδάρου. Μαζί με τους εξόριστους Πεισιστρατίδες, είχε προτρέψει τον Ξέρξη να εκστρατεύσει εναντίον της Ελλάδας. O ίδιος μάλιστα, όπως επίσης οι δύο αδελφοί του …   Dictionary of Greek

  • Ερμάς — (μέσα 2ου αι. μ.Χ.). Αποστολικός Πατέρας της Εκκλησίας. Έχουμε ελάχιστες πληροφορίες για τη ζωή του. Με το όνομά του σώζεται ένα έργο με χαρακτήρα αποκαλυπτικό που επιγράφεται Ποιμήν· διαιρείται σε οράσεις, εντολές και παραβολές και έχει σκοπό να …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”